- ανομοιοκαταληξία
- ηαπουσία ομοιοκαταληξίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανομοιοκαταληξία — η η έλλειψη ομοιοκαταληξίας σ ένα ποίημα (σ αντίθεση με την ομοιοκαταληξία): Τη νεότερη ελληνική ποίηση χαρακτηρίζει ανομοιοκαταληξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανομοιοτέλευτος — η, ο 1.ανομοιοκατάληκτος 2. το ουδ. ως ουσ. το ανομοιοτέλευτο η ανομοιοκαταληξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανόμοιος + τελευτή. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek